- επιστόμισμα
- το (Α ἐπιστόμισμα) [επιστομίζω]νεοελλ.τοποθέτηση τού αγγείου με το στόμα προς τα κάτω, αναποδογύρισμααρχ.1. φίμωτρο2. εμπόδιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιστόμισμα — curb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)